- άψαχτος
- -η, -οεκείνος που δεν τον έψαξαν, ο ανερεύνητος: Οι αστυνομικοί δεν άφησαν γωνιά άψαχτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άψαχτος — η, ο 1. αυτός που δεν τον έψαξαν, που δεν τον ερεύνησαν 2. το ουδ. ως ουσ. τα άψαχτα τόπος ανεξερεύνητος … Dictionary of Greek